- ξετρυπώνω
- 1. βγάζω κάτι από την τρύπα του, από τη φωλιά του, από την κρύπτη του2. ανακαλύπτω, ανευρίσκω κάποιον ή κάτι αφανές ή καλά κρυμμένο3. (για ζώα) βγαίνω από το κρησφύγετό μου4. (σκωπτ.) εμφανίζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω απρόοπτα, ξεφυτρώνω εκεί που δεν μέ περίμεναν5. (σχετικά με ένδυμα) ξηλώνω το τρύπωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-τρυπῶ (αόρ. ἐξ-ετρύπωσα), βλ. λ. ξ(ε)-].
Dictionary of Greek. 2013.